πολυκάντηλο

πολυκάντηλο
πολυκάντηλο το

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πολυκάντηλο" в других словарях:

  • πολυκάντηλο — το πολύφωτο, πολυέλαιος: Κι ο ουρανός, το μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης (Σολωμός) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολυκάνδηλο — το / πολυκάνδηλον, ΝΜ, και πολυκάντηλο, Ν πολύφωτο που αποτελείται από πολλά καντήλια, που χρησιμοποιείται κυρίως στις εκκλησίες, πολυέλαιος («κι ο ουρανός... το μέγα πολυκάντηλο μέσ στο ναό τής Φύσης», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κανδήλι(ον) …   Dictionary of Greek

  • πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… …   Dictionary of Greek

  • πολυέλαιος — Φωτιστικό σκεύος που αποτελείται από ένα κύριο σώμα σταθερό ή κινητό, στο οποίο μπορούν να προσαρμοστούν ένας ή περισσότεροι βραχίονες που στηρίζουν τις λάμπες. Ο π. χρησιμοποιήθηκε στην κλασική αρχαιότητα και στη ρωμαϊκή εποχή. Στον Μεσαίωνα… …   Dictionary of Greek

  • πολύλυχνον — τὸ, Α πολυκάντηλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + λύχνος / λύχνον (πρβλ. θερμό λυχνον)] …   Dictionary of Greek

  • πολυέλαιος — ο πολύφωτο, πολυκάντηλο (για ναούς) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πολύφωτο — το είδος φωτιστικού με πολλές λάμπες, πολυκάντηλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»